- αναπαυτήριος
- -α, -ο1. ο κατάλληλος για ανάπαυση, αναπαυτικός (βλ. λ.).2. το ουδ. ως ουσ., το αναπαυτήριο τόπος όπου κανείς αναπαύεται: Η εταιρεία είχε και αναπαυτήριο για τους υπαλλήλους της την ώρα της μεσημεριανής διακοπής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.